- καθυποχρεώνω
- [-ώ (ο)] μετ. обязывать, вызывать чувство глубокой признательности, благодарности
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καθυποχρεώνω — (επιτατ. τού υποχρεώνω) υποχρεώνω κάποιον σε μεγάλο βαθμό, καταϋποχρεώνω κάποιον προσφέροντας μεγάλη εκδούλευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑπο χρεώνω. Η λ., στον λόγιο τ. καθυποχρεώ, μαρτυρείται από το 1829 στον Κωνσταντίνο Κυρ. Αριστεία] … Dictionary of Greek
καθυποχρέωση — η [καθυποχρεώνω] η μεγάλη υποχρέωση, η καταϋποχρέωση … Dictionary of Greek